ασυγκρότητος, -η — ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι συγκροτημένος, ακατάρτιστος: Επιστημονικά είναι ακόμη ασυγκρότητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξυγκρότητος — ἀξυγκρότητος, ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α) 1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί 2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους 3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ξυγκροτώ… … Dictionary of Greek
ασχημάτιστος — η, ο (AM ἀσχημάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό σχήμα, αδιαμόρφωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί εντελώς, αμέστωτος 2. (για καταστάσεις) ασυγκρότητος, αδημιούργητος αρχ. (στη ρητορική) ο χωρίς… … Dictionary of Greek
ασύνταχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει σε τάξη τοποθετημένους όσους τον αποτελούν, ασυγκρότητος, ανοργάνωτος: Το πλήθος, ασύνταχτο καθώς ήταν, εύκολα διαλύθηκε από το στρατό. 2. αυτός που είναι συντακτικά λανθασμένος: Δεν την περίμενα τόσο ασύνταχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)